σύμπτυξη

σύμπτυξη
[-ις (-εως)] η
1) сворачивание, складывание; скатывание; 2) сокращение;

σύμπτυξη της προθεσμίας — сокращение срока;

3) воен, свёртывание;

σύμπτυξη παρατάξεως — свёртывание боевых порядков;

4) воен, отступление, отход; выход из боя

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σύμπτυξη" в других словарях:

  • σύμπτυξη — η / σύμπτυξις, ύξεως, ΝΜΑ [συμπτύσσω] νεοελλ. 1. περιορισμός τής έκτασης, πύκνωση (α. «σύμπτυξη τής παράταξης» β. «η σύμπτυξη τού μετώπου» γ. «η σύμπτυξη τού κεφαλαίου») 2. (αθλ.) η απόσυρση τών χεριών με τα δάκτυλα στους ώμους έπειτα από έκταση …   Dictionary of Greek

  • σύμπτυξη — η 1. περιορισμός σε μικρό χώρο, μάζεμα. 2. συντόμευση. 3. πύκνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • δίφθογγος — Ομάδα δύο φωνηέντων που ανήκουν στην ίδια συλλαβή. Στην ιστορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών οι δ. δεν παρουσιάζουν σταθερότητα· υπόκεινται σε ισχυρές και περιοδικές τάσεις προς σύμπτυξη ή μονοφθογγοποίηση: η σύμπτυξη συνίσταται στην εξαφάνιση του… …   Dictionary of Greek

  • αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • αναδίπλωση — (Λογ.).Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο μια περίοδος ή πρόταση αρχίζει με την ίδια λέξη ή φράση, στην οποία τελειώνει η αμέσως προηγούμενή της. Το σχήμα αυτό χρησιμοποιείται κυρίως από τους τραγικούς ποιητές και από τους ρήτορες, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • ασύμπτυκτος — η, ο αυτός που δεν έχει συμπτυχθεί. επίρρ... ασυμπτύκτως και α χωρίς σύμπτυξη …   Dictionary of Greek

  • ατελεκτασία — Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού …   Dictionary of Greek

  • βραχυγραφία — η η συντόμευση λέξης με παράλειψη ενός ή περισσότερων γραμμάτων ή φθόγγων ή αλλιώς η σύμπτυξη ορισμένων λέξεων που απαντούν με μεγάλη συχνότητα …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • ενοποίηση — η 1. συνένωση, σύμπτυξη δύο ή πολλών πραγμάτων σε ένα («ενοποίηση υπηρεσιών») 2. (για διάφορες ύλες) ένωση σ ένα συμπαγές σύνολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοποιώ. Η λ. ενοποίησις μαρτυρείται στον Π. Βράιλα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»